διαφορίζω — εκτελώ μαθηματικό υπολογισμό για να βρω το διαφορικό μιας συνάρτησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφόριση — η η πράξη τού διαφορίζω, η εύρεση τού διαφορικού* μιας συναρτήσεως … Dictionary of Greek